- ἕλῃσιν
- αἱρέωtake with the handaor subj act 3rd sg (epic)αἱρέωtake with the handaor subj act 3rd sg (epic)ἕληfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek